- δασέαν
- δασύςwith a shaggy surfacefem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δασέαν — Δασέᾱν , Δασέη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρη — (I) ἡ, Α ιων. τ. βλ. ώρα. (II) ή ὤρη, ἡ, Α ιων. τ. (σχετικά με θυσία) μέλος θύματος («λάψεται γλῶσσαν, ὀσφῡν δασέαν, ὤρην», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἄωρος (II)]. (III) ἡ, Α (ιων. και ποιητ. τ.) βλ. ὤρα … Dictionary of Greek